- κυρτοκάπηλος
- κυρτοκάπηλος, ὁ (Α)ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο-κάπηλος, οινο-κάπηλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek